- επισεσυρμενος
- ἐπισεσυρμένοςη -ον part. pf. pass. к ἐπισύρω См. επισυρω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπισεσυρμένος — ἐπισύρω drag perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγάσυρτος — ἀγάσυρτος, ο (Α) παρωνύμιο που έδωσε ο Αλκαίος στον Πιττακό. Η λέξη κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο σημαίνει «ἐπισεσυρμένος καὶ ρυπαρός». [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγα * + συρτὸς < σύρω] … Dictionary of Greek